- κανναβόπανο
- το холст, парусина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κανναβόπανο — το κανναβάτσο, λινάτσα: Τα κανναβόπανα δε σκίζονται εύκολα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καναβόπανο — και κανναβόπανο, το [κάν(ν)αβις] χοντρό ύφασμα από ίνες καν(ν)αβιού, λινάτσα, καν(ν)αβάτσο … Dictionary of Greek